- μειονεξία
- μειονεξία, ἡ,A taking less than one's due, opp. πλεονεξία, X.Cyr.2.1.25, Hierax ap.Stob.3.9.54, Simp.in Cael.171.20.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μειονεξία — μειονεξίᾱ , μειονεξία taking less than one s due fem nom/voc/acc dual μειονεξίᾱ , μειονεξία taking less than one s due fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειονεξίᾳ — μειονεξίαι , μειονεξία taking less than one s due fem nom/voc pl μειονεξίᾱͅ , μειονεξία taking less than one s due fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειονεξία — η (Α μειονεξία) [μειονέκτης] η κατάσταση τού μειονεκτώ, το να μειονεκτεί κανείς έναντι άλλου … Dictionary of Greek
μειονεξία — η το να είναι κανείς ή να αισθάνεται σε κατώτερη θέση από άλλον: Το συναίσθημα μειονεξίας το παρατηρεί κανείς σε ορισμένα παιδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μειονεξίας — μειονεξίᾱς , μειονεξία taking less than one s due fem acc pl μειονεξίᾱς , μειονεξία taking less than one s due fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειονεξίαι — μειονεξία taking less than one s due fem nom/voc pl μειονεξίᾱͅ , μειονεξία taking less than one s due fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειονεξίαν — μειονεξίᾱν , μειονεξία taking less than one s due fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόλειψις — ἀπόλειψις, η (Α) [απολείπω] 1. εγκαταλειψη 2. στρ. λιποταξία, απόδραση 3. έλλειψη, ανεπάρκεια, μειονεξία 4. (για ποτάμι) ελάττωση των νερών 5. θάνατος … Dictionary of Greek